κοσμικῇ

κοσμικῇ
κοσμικός
of the world
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοσμική — κοσμικός of the world fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμική ενέργεια — Η ενέργεια που περιβάλλει τη Γη με τη μορφή κοσμικών ακτίνων. Βλ. λ. κοσμικές ακτίνες …   Dictionary of Greek

  • κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… …   Dictionary of Greek

  • δευτερογενής κοσμική ακτινοβολία — Τα παράγωγα της πρωτογενούς κοσμικής ακτινοβολίας (βροχή σωματιδίων υψηλής ενέργειας από το Διάστημα πάνω στη Γη) μετά τις αλληλεπιδράσεις της με τα μόρια της ατμόσφαιρας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή ελαφρότερων… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικῆι — κοσμικῇ , κοσμικός of the world fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”